-
1 ημιτόνιον
-
2 ἡμιτόνιον
-
3 ημιτονιον
-
4 ἡμιτόνιον
ἡμι-τόνιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἡμιτόνιον
-
5 ἡμιτόνιον
ἡμι-τόνιον, τό, halber Ton, Music. Auch ein Tau -
6 τριημιτονιον
-
7 ημιτονίοις
-
8 ἡμιτονίοις
-
9 ημιτονίου
-
10 ἡμιτονίου
-
11 ημιτονίω
-
12 ἡμιτονίῳ
-
13 ημιτονίων
-
14 ἡμιτονίων
-
15 ημιτόνια
-
16 ἡμιτόνια
-
17 τονικός
2 Mus., τὸ τονικὸν [χρῶμα] (opp. τὸ ἡμιτόνιον (fort. ἡμιόλιον, cf. Cleonid. Harm.7 ) and τὸ μαλακόν), one of the three forms of χρῶμα or chromatic scale, S.E.M.6.51.3 of or for accents,τονικὰ παραγγέλματα A.D.Adv.181.9
(so περὶ τ. π., treatise by Jo.Alex.);τὸ -κόν A.D.Pron.35.13
.4 resulting fromτόνος 11.4
, κίνησις, of God, opp. μεταβατικῶς κινούμενος, Stoic.2.149, cf. 147, al.5 contractile, ἐνέργεια, of a muscle, Gal.4.436; [πέπερι] στομάχου -ώτερον Id.6.265
. Adv.- κῶς Id.4.435
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονικός
См. также в других словарях:
ἡμιτόνιον — semitone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονίοις — ἡμιτόνιον semitone neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονίου — ἡμιτόνιον semitone neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονίων — ἡμιτόνιον semitone neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτονίῳ — ἡμιτόνιον semitone neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιτόνια — ἡμιτόνιον semitone neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Полутон — (др. греч. ἡμιτόνιον, лат. semitonium) музыкальный интервал, наименьший в диатонических и хроматических звукорядах (наиболее распространённых в европейской музыке). «Музыкально теоретический» полутон не может быть приведён к единому… … Википедия
Пентатоника — (от греч. πέντε пять и греч. τόνος напряжение, натяжение; тон) пятиступенная интервальная система, все звуки которой могут быть расположены по чистым квинтам и/или квартам (см. Квинтовый круг) … Википедия
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek
ημιτόνιο — Όρος που χρησιμοποιείται στη μουσική και σημαίνει μισό τόνο, το μισό δηλαδή της μεγαλύτερης απόστασης ανάμεσα σε δύο διαδοχικούς ή όμοιους φθόγγους στη φυσική κλίμακα. Στο σύγχρονο σύστημα όλα τα η. είναι ίσα και χωρίζονται σε διατονικά και… … Dictionary of Greek